γονυκαυσαγρύπνα

γονυκαυσαγρύπνα
γονυκαυσαγρύπνα, η (Α)
το να κρατιέται κανείς ξάγρυπνος από φλόγωση στο γόνατο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • γονυκαυσαγρύπνα — γονυκαυσαγρύπνᾱ , γονυκαυσαγρύπνα keeping awake by inflammation of the knee fem nom/voc/acc dual γονυκαυσαγρύπνᾱ , γονυκαυσαγρύπνα keeping awake by inflammation of the knee fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γόνατο — Άρθρωση που συνδέει το μηριαίο οστό με την κνήμη. Στην άρθρωση αυτή συμμετέχει και ένα άλλο οστό, η επιγονατίδα, που βρίσκεται μέσα στον τένοντα του τετρακέφαλου μυός. Η κυρτή αρθρική επιφάνεια των μηριαίων κονδύλων εφάπτεται με την ελαφρώς κοίλη …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”